- ἀγωνιζομένῃ
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizepres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγωνιζομένη — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
Αγγελίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Έφεσο και πολέμησε με τους Κυριακούλη και Ιωάννη Μαυρομιχάλη. 2. Φώτιος. Πιθανώς καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Διετέλεσε αγγελιαφόρος του Αλέξ. Υψηλάντη στη Δακία. Μετά την… … Dictionary of Greek
Άστιγξ, Φρανκ Άμπνι — (Frank Abney Hastings, 1794 – Ζακυνθος 1828). Άγγλος φιλέλληνας. Αξιωματικός του αγγλικού ναυτικού, ήρθε στην Ελλάδα να προσφέρει τις υπηρεσίες του από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (1822) και υπήρξε από τους φιλέλληνες που πρoσέφεραν τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ζούκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος. Ζακυνθινός εθνομάρτυρας. Απαγχονίστηκε από τις αγγλικές αρχές της Ζακύνθου το 1821, μαζί με άλλους τέσσερις συμπατριώτες του. Καταδικάστηκε για τη συμμετοχή του στο κίνημα της ζακυνθινής νεολαίας, η οποία… … Dictionary of Greek
Κοζάκης-Τυπάλδος — Επώνυμο κλάδου της οικογένειας των Τυπάλδων (βλ. λ. Τυπάλδος), από την Κεφαλονιά. Θεωρείται ότι το σκέλος Κ. προήλθε από επιγαμία με κόρη Βενετού ευγενούς (Cosacchi). Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αγαθάγγελος (Ανδρέας Κοζάκης Τυπάλδος, Ληξούρι… … Dictionary of Greek